Μου λείπει να μη ρωτάω που.
Μη με ρωτάς, απλά πάμε.
Θα έστριβα στην επόμενη έξοδο αν ήξερα να οδηγώ.
Δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες.
Μαθαίνουν να διαβάζουν απο τις ταμπέλες και τα συστατικά στα μπουκαλάκια του σαμπουάν στα μοτέλ.
Χάθηκα. Επιτέλους χάθηκα.
Σαν να χει σιφόνι η τσέπη μου και μόνιμα αδειάζει.
Μου λείπει το απλά να πάμε.
Κι ας βρεθούμε κάπου αλλού.
Κι ας μη βρεθούμε καθόλου.
Δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες.
Ερωτεύονται στα πεζούλια και δίπλα τους ένας κύριος με κοστούμι διαλύει το τηλέφωνό του, πετάει ένα γράμμα, βγάζει την γραβάτα και αλλάζει ζωή.
Προχωρώ. Έχω χάσει το μέτρημα.
“Σε ποιόν εαυτό χρωστάς σήμερα;”
Δεν απλώνει το χέρι, δεν ζητά τίποτα.
Μου λείπει το να 'σαι 'κει και να χάνεται το τριγύρω.
Ν'ανοίγω τα μάτια και τη μια να σαι πλατεία με βρύση να τρέχει, την άλλη να σαι εξοχή με πουλιά και παπαρούνες και την τρίτη να σαι δρόμος που κοχλάζει.
Δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες.
Φιλιούνται και χορεύουν δίπλα στο φυλάκιο και ο σκοπός κοιτά ύποπτα μήπως και γίνουμε πολλοί, μήπως πληθύνουν οι αγκαλιές, μήπως τα κάψουμε όλα για ένα καπρίτσιο.
Μου λείπει να με ρωτάς και να μου λες.
Γιατί η γαλήνη είναι μόνο για τους ηττημένους και η σιγουριά έχει το κλουβί στα σπλάχνα της.
Η καρδιά μονάχα μετατρέπει την ηρεμία σε ευγενές χάος.
Και κάπως έτσι δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες... αλλά δεν ζουν για πάντα.