Παρατηρώ την λευκή κουρτίνα με τα κεντήματα να ανεμίζει. Δεν πιστεύω οτι φυσάει. Έξω οι δύο ξύλινες καρέκλες και το στρόγγυλο τραπέζι με το πλαστικό τραπεζομάντηλο με τα τριαντάφυλλα, νεκρή φύση παρέα με τις μαραμένες γλάστρες μου. Είναι σαν να τους δίνω μια ευκαιρία, μήπως ζει ακόμα κάτι εκεί μέσα και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κάνει την εμφάνισή του μέσα απο το ξερό χώμα. Και οι κουρτίνες επιμένουν να χορεύουν και μαζί και ο καπνός μου τώρα.
Υπάρχει αυτή η μεσημεριανή ησυχία που δεν γίνεται τίποτα,που το μόνο που ακούγεται απο έξω είναι κάτι ξεχασμένα αυτοκίνητα που περνούν και οι φωνές των μανάδων που φωνάζουν οτι το φαγητό είναι έτοιμο, που το τηλέφωνο δε χτυπά, που ούτε η ανάσα μου ακούγεται, που μέχρι και ο σκύλος είναι κάπου εξαφανισμένος και δεν λέει να σηκωθεί.
Οι γάτες των απέναντι κάνουν βόλτες στο μπαλκόνι. Πάλι θα χαθεί κάποια απο αυτές και θα βάζουν αγγελίες στις κολώνες της ΔΕΗ μήπως τις βρει κανείς. Ένα ρίσκο που πρέπει να πάρεις: γάτες και ανοιχτές μπαλκονόπορτες. Κλουβιά, πουλιά και ανοιχτά πορτάκια. Ελεύθερη βούληση - γιατί όχι;
Και νιώθω αυτή τη σταγόνα που διασχίζει τη πλάτη μου απο την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τη μέση μου και κάπου εκεί χάνεται, και μετά την διαδέχεται μια άλλη, σε μια απόλυτα γραμμική πορεία - ή έτσι μου φαίνεται. Και είναι σαν να ανακυκλώνεται η ίδια σταγόνα.
Κάπου κρύφτηκε ο ήλιος και τα χρώματα έξω απο το παράθυρο έγιναν πιο ξεκάθαρα. Και αυτό το αναθεματισμένο κομμάτι δε λέει να βγει απο το κεφάλι μου. Να με ξαπλώσεις πάνω στο τραπέζι και να μου βάλεις λουλούδια στο στόμα και θα πούμε οτι είναι το δικό μας καλοκαιρινό ερωτικό πάρτι βασανιστηρίων... Απλά πράγματα.